Η οινογευσία, η τέχνη του «γεύεσθαι», περιγράφει το χρώμα, το άρωμα από τη μύτη και στη συνέχεια από το στόμα, τη γεύση και την αρωματική αίσθηση που αφήνει όταν πια δεν υπάρχει στο στόμα. Η παρατήρηση του χρώματος γίνεται κρατώντας το ποτήρι με το κρασί γυρτό μπροστά από μια λευκή επιφάνεια, ενώ ο χώρος θα πρέπει να έχει καθαρό και δυνατό φωτισμό. Το άρωμα του οίνου διακρίνεται σε πρωτεύον, το οποίο προέρχεται από τις αρωματικές ουσίες του σταφυλιού, σε δευτερεύον, το οποίο εμφανίζεται στην πορεία της αλκοολικής ζύμωσης και σε τριτεύον, το οποίο αναπτύσσεται κατά την ωρίμανση και παλαίωση.
Ο δοκιμαστής αρχικά φέρνει το ποτήρι στην μύτη του, προκειμένου να αισθανθεί τα αρώματα όταν ο οίνος είναι ήρεμος. Έπειτα με την ανακίνηση του οίνου, μπορεί να αισθανθεί περισσότερα αρώματα με αυξημένη αρωματική ένταση και νέες οσμές που αφορούν βαθύτερα αρωματικά συστατικά. Παράλληλα με τη γεύση όταν ο οίνος βρίσκεται μέσα στο στόμα αντιλαμβανόμαστε και το άρωμα του στόματος.
Σε διαφορετικά σημεία της γλώσσας έχουμε τα κέντρα των τεσσάρων στοιχειωδών γεύσεων (γλυκό, πικρό, ξινό, και αλμυρό). Ένα καλό κρασί διακρίνεται όταν τα συστατικά του (τανίνες, αλκοόλη, ζάχαρα, οξέα) εμπεριέχονται στην σωστή αναλογία με αποτέλεσμα να έχουμε ένα ισορροπημένο κρασί.